- καυτηρίδιον
- καυ-τηρίδιον, τό, Dim. of sq., Gal.19.111.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καυτηρίδιον — καυτηρίδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού καυτήριον … Dictionary of Greek
καυτηρίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)